- ανεβασιά
- ηανάβαση, ανηφόρα: Σε λίγο άρχιζε μια απότομη ανεβασιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανέβαση — η ανεβασιά, ανηφοριά, πλαγιά … Dictionary of Greek
μοιρασιά — και μοιρασά και μοιρασιά, η (Μ μοιρασιά και μερασία) μοίρασμα, διανομή μσν. 1. η πράξη τής διαίρεσης στα μαθηματικά 2. μερτικό, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράζω (πρβλ. ανεβασιά < ανεβάζω)] … Dictionary of Greek
ανέβασμα — το, ατος και ανεβασμός, ο 1. ανεβασιά (βλ. λ.). 2. ανύψωση, πρόοδος: Το ανέβασμα ήταν πολύ γρήγορο. 3. το να ανεβαίνει κανείς: Το ανέβασμα ήταν μάλλον εύκολο. 4. το φούσκωμα (για ζύμη): Άργησε τ ανέβασμα του ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)